Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020


ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ ΣΤΗ ΜΕΧΑΛΛΑ ΤΟΥ 1914

Η Μεχάλλα Κιμπίρ σε χαρακτικό του 1899

Βρισκόμαστε στο 1914 στη Μεχάλλα Κεμπίρ, ένα μικρό τότε χωριό στο Δέλτα του Νείλου που πολύ ομοίαζε με τα χωριά της παλιάς ελληνικής υπαίθρου.
Τέσσερις Έλληνες ιατροί, μεταξύ των οποίων οι Ξενιός και Γεράρδος, τέσσερις φαρμακοποιοί, πάρα πολλοί παντοπώλες όπως οι Πασσαδέλης, Μουτζουρόπουλος και Νέος, αρτοπώλες, κουρείς, υποδηματοποιοί, ο ράφτης Κώστας Μάρταλης, υδραυλικοί, ιερέας, διδάσκαλος, ψάλτης και πέριξ όλων αυτών, όπως αναφέρει ο Άγγελος Βασιλόπουλος, ως έμψυχο πλαίσιο η πλειάς των περί το εμπόριο του βάμβακος ασχολούμενων ομογενών, από το διευθυντή της τράπεζας ως το μαρκαδόρο των διαφόρων ποικιλιών. Και υπήρχαν τότε τέσσερις βαμβακομηχανές, τέσσερις τράπεζες με διευθυντές και υπαλλήλους Έλληνες και πλείστα όσα ελληνικά γραφεία και καταστήματα : Ιωάννης Κυπριάδης, Ιωάννης Μαραγκός, Ιωάννης Νέος, κ.ά. Στα τρία τότε ελληνικά δημόσια κέντρα – Σταυρινού, Μάμμα και Φιλικού – συναθροίζονταν οι Αιγυπτιώτες για να συζητήσουν τις υποθέσεις τους, αλλά και για να αλληλοπειραχθούν ελληνο-αραβιστί όταν πλέον ερχόταν ο κάματος των επαγγελματικών συζητήσεων.
Κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ήταν αδύνατον οι μικροϋπάλληλοι να πάνε στην Αλεξάνδρεια και να γιορτάσουν με τις οικογένειες τους, αφού συνέπιπταν με την εντονότερη περίοδο της εμπορικής δραστηριότητας του βάμβακος. Έτσι, η αποστολή στην οικογένεια ενός ρούμι ήταν καθήκον, αλλά και εορταστική απόφαση.
Στο κέντρο του χωριού, όπου βρίσκονταν και τα περισσότερα ελληνικά καταστήματα, η εορταστική ατμόσφαιρα ήταν πρωτοφανής. Προθήκες πλήρεις δώρων, άπλετος φωτισμός και ελληνοαιγυπτιακός σημαιοστολισμός. Οι μεγάλοι χαβάγκες κατέρχονταν στην Αλεξάνδρεια και οι υπαλληλίσκοι, όπως είπαμε, έμεναν πίσω για να σταματήσουν την εργασία μονάχα τη μέρα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, οπότε είτε πήγαιναν σε φιλικά ελληνικά σπίτια, είτε έτρωγαν στο οινομαγειρείο του μουσοτραφούς Τάσου Σεντιγιάννη. Ένας μυστακοφόρος μεγάλων σωματικών διαστάσεων Ρωμιός ταβερνιάρης, πρόθυμος για οποιαδήποτε υποχώρηση, αρκεί η παρέα να ερχόταν στο κέφι και να άρχιζε το τραγούδι. Άγγελος τενόρος, Διονύσιος Σταυρινός σεκόντο, Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης βαρύτονος και Γεώργιος Λιγερής μπάσος.
Και ήταν αυτή η παρέα που είχε αρχίσει το γλέντι την παραμονή των Χριστουγέννων του 1914, με τη βροχή να είχε μεταβάλει τους δρόμους της Μεχάλλας σε αβαθή λασπωμένα ρυάκια. Το κέφι άναψε, τραγούδια, καλαματιανά, κτλ., με τους θαμώνες άλλων φυλών να θαυμάζουν την ελληνική διασκέδαση χωρίς να ενοχλούν. Κι αφού έφαγαν και ήπιαν, αποφάσισαν να συνεχίσουν τη διασκέδαση αλλού. Αλλά που ; Απλούστατα σε συνοικία έξω από το χωριό όπου οι ελληνοαιγυπτιακές επαφές συγχωρούνταν λόγω εορτών και ζωϊκής ανάγκης… Κλείνει ο Τάσος το μαγαζί και ένας πρόθυμος αρμπάγκης με το ζεύγος των αλόγων του προσπαθεί να τους μεταφέρει : Από τη μία ο μαγαζάτορας των 120 κιλών, κι από την άλλη η νεολαία…
Έξω σκοτάδι βαθύ, αφού το χωριό δεν είχε την κατοπινή πολυτέλεια των λαμπτήρων, κι η σελήνη ήταν συννεφιασμένη. Εναλλαγές λάκκων και χαντακιών τρεμόπαιζαν την άμαξα, αλλά το ποτό είχε κάνει τη δουλειά του. Μέχρι που σ΄ ένα ύψωμα συνέβη το μοιραίο και η άμαξα ανατράπηκε. Και νάσου ο βαρύγδουπος Τάσος κάτω απ΄ αυτήν μέσα στη μεχαλλιώτικη λάσπη και τα νερά φωνάζοντας ¨σώστε με¨. Αλλά πως, αφού πάνω του βρίσκονταν οι δύο άλλοι σε πιωμένη αφασία, ο δε τενόρος που είχε εκτιναχθεί δύο μέτρα μακρύτερα φώναζε ¨σήκω Τάσο¨…
Λίγες βρισιές, πολλά γέλια και αρκετή λάσπη κατέστησαν τη μεταμεσονύχτια ευτράπελη περιπέτεια της Μεχάλλας του 1914 αλησμόνητη.
Άλλες εποχές, άλλοι τόποι, άλλες παραστάσεις, άλλη ζωή… Τότε που το ¨μη με λησμόνει¨ δεν ήταν ακόμη λουλούδι, αλλά γλεντιού βραδιά…

Ν.ΝΙΚΗΤΑΡΙΔΗΣ

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020



Ο ΤΖΙΜ ΛΟΝΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΙΓΥΠΤΟ ΤΟΥ 1937

Λόντος και Κάμπελ παλεύουν στην Αλεξάνδρεια

Πιτσιρίκι στη Σύμη, συνήθιζα επί ώρες να κάθομαι στην προβλήτα δίπλα σ΄ έναν γέροντα που καθισμένος στο καρεκλάκι του ψάρευε με το καλάμι του. Ήταν ο προπονητής του Τζιμ Λόντου και στη μνήμη του αφιερώνω αυτό το άρθρο…
          Ο Τζιμ Λόντος – κατά κόσμον Χρήστος Θεοφίλου – είχε γεννηθεί στο Κουτσοπόδι του Άργους το 1897 και στα 14 του μετανάστευσε στην Αμερική, εργαζόμενος σε διάφορες μικροδουλειές ως και σε τσίρκο, ενώ παράλληλα επιδόθηκε στα αγωνίσματα της ελεύθερης πάλης, όπου και διακρίθηκε.
Γρήγορα μεταπήδησε στην επαγγελματική πάλη και με την παροιμιώδη δύναμη του και την άρτια τεχνική του κατάρτιση δεν άργησε να γίνει το ίνδαλμα των φιλάθλων σε όλη την υφήλιο, αφού έδωσε σειρά πολλών αγώνων σε Αμερική, Ευρώπη, Αφρική και Αυστραλία, με το ¨αεροπλανικό κόλπο¨ του να κλέβει τις εντυπώσεις και να κατατροπώνει τους αντιπάλους.
Στη σταδιοδρομία του σημείωσε σημαντικές νίκες επί σπουδαίων παλαιστών της εποχής, όπως ο Μπένσον, ο Στέκερ, ο Σίκατ, ο Ζμπίσκο, κ.ά., ενώ το 1938 αναδείχθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής Βαρέων Βαρών λαμβάνοντας την περίφημη χρυσή ζώνη, τίτλο που διατήρησε ως το 1946 που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.
Ως το 1975 που πέθανε απασχολήθηκε σε διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις, τιμώμενος γι΄ αυτή του τη δραστηριότητα τόσο από τον Αμερικάνο Πρόεδρο Νίξον, όσο και από τον Έλληνα Βασιλέα Παύλο. Ας σημειωθεί πως μνημείο του υπάρχει στο Oak Hill Memorial Park στο Escondido της Καλιφόρνιας.
Το Μάιο του 1937 ο Λόντος βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια και παρουσία 12.000 θεατών που τον αποθέωσαν, υπό την αιγίδα του Ελληνικού Αθλητικού Ομίλου Ιμπραημίας, κατατρόπωσε τον διεκδικητή του τίτλου Καναδό Τζόε Κάμπελ σε 1 ώρα και 6 λεπτά. Αφού αρχικά τον καταπόνησε, κάρφωσε τους ώμους του χρησιμοποιώντας το αεροπλανικό κόλπο.
Ο αγώνας επαναλήφθηκε τον Ιούνιο στο Πορτ-Σάιτ, με τον Λόντο και πάλι νικητή στον 5ο γύρο και στο 44ο λεπτό του αγώνα, όπου για μία ακόμη φορά εφάρμοσε το αεροπλανικό του κόλπο. Το πλήθος, εν μέσω πανζουρλισμών, τον σήκωσε στα χέρια και ακαταπόνητος – σε αντίθεση με τον Κάμπελ – αποχώρησε ακμαιότατος με το μειδίαμα στα χείλη.
Τον Ιούλιο ήταν η σειρά του Αβησσυνού-Αμερικανού Ρέτζιναλ Σίκυ να ηττηθεί από τον Έλληνα Ηρακλή στο Νάσιοναλ Σπόρτινγκ Κλαμπ της Γκεζίρας του Καΐρου σε 57 λεπτά παρουσία 8.000 θεατών, με τον Λόντο να κρατά τη Ζώνη μαζί με το πρωτάθλημα Αφρικής. Η περιγραφή του τέλους του αγώνα είναι χαρακτηριστική : ¨Του επιτίθεται και τον συλλαμβάνει με τα χαλύβδινα του χέρια. Ρίπτει τον μαύρον αθλητήν μίαν, δύο, τρεις και τέσσαρας φοράς. Ο Σίκυ ζαλίζεται και παραλύει κάθε σοβαράν αντίστασιν. Τα ολίγα ταύτα δευτερόλεπτα είναι αρκετά δια τον πρωτοπαλαιστήν του κόσμου. Τον αρπάζει σαν άθυρμα και τον σηκώνει υπέρ την κεφαλήν του. Τον στριφογυρίζει 4-5 φορές και του καρφώνει τις πλάτες στον τάπητα του ριγκ¨. Οι εκδηλώσεις του πλήθους ήταν τέτοιες, ώστε τέθηκε σε ισχύ ολόκληρο στρατηγικό σχέδιο για να κατορθώσει ο Λόντος να πάει στα αποδυτήρια, ενώ δεν ήταν λίγες οι αντιπρόσωποι του ωραίου φύλου που παρακολούθησαν τον αγώνα και συμμετείχαν στις στιγμές ενθουσιασμού και έξω από το ξενοδοχείο Κοντινένταλ, όπου είχε καταλύσει.
Για την ιστορία, καταγράφουμε τα μέρη στην Αλεξάνδρεια όπου μπορούσε κάποιος να βρει εισιτήρια για τον αγώνα : Παστρούδης, Ρινασέντε, Ντελίς, Μισέλ Σπορ, Μπαζάρ Λυονναί, Ρόμπερ Χιουζ, Ε. Μανν, Ντρόγκερυ Ναούμ, Ν. & Γ. Χρυσάνθου, Σπ. Γρίβας, Α. Λεοντσίνι, Α. Πάπυρους, Νάιλ Κολντ Στόραζ, Μπιγιάρ Πάλας, Κολούμπια, Ι. Δαγιόγλου, Κουρείο Φιλάθλων, Καπνοπωλεία Στέλιο, Αδελφών Κανά, Π. Σενδόνα, Μαρλάς, Ξενοδοχείο Μετροπόλ, ¨Στάδιον¨ Π. Ιατρού, Γ. Μαράτος, Αντ. Πετράκης, καφεκοπτείο Χ. Χριστοφίδη, Ελληνικός Αθλητικός Όμιλος Ιμπραημίας και Αθλητική Ένωσις Ελλήνων Αλεξανδρείας.

Πηγές : 14/5/1937, 16/5/1937, 20/5/1937, 21/5/1937, 24/5/1937, 25/5/1937, 21/6/1937, 22/6/1937, 9/7/1937, 12/7/1937

Ν.ΝΙΚΗΤΑΡΙΔΗΣ

Σάββατο 6 Ιουνίου 2020




ΕΦΥΓΕ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ¨ΜΕΤΑ¨
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ


Στις 6/6/2020 έφυγε από τη ζωή ο Αιγυπτιώτης Διεθνής Εικαστικός  Κωνσταντίνος Μ. Ξενάκης.
Είχε γεννηθεί στο Κάιρο στις 28/12/1931 και αφού τελείωσε την Αμπέτειο, σε ηλικία 21 ετών έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη. Το 1955 φτάνει στο Παρίσι για να σπουδάσει αρχιτεκτονική και διακόσμηση εσωτερικών χώρων στην ¨Ecole Superiere des Arts Modernes¨ και ζωγραφική στις Ακαδημίες ¨Grande Chaumiere¨ και ¨Notre Dame des Champs¨ (1955-1963), όπου και αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα. Αργότερα πήγε στο Βερολίνο με την υποτροφία DAAD (1970-1975). Από το 1970 διδάσκει σε Παρίσι και Βερολίνο. Πραγματοποιεί πλήθος από ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ευρώπη, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Τα πολλά ταξίδια που κάνει τον φέρνουν σε επαφή με κάθε είδους καλλιτεχνικές προσπάθειες και εκφράσεις, που μαζί με την ελληνική καταγωγή του και τη σχέση του με την Αίγυπτο, συνθέτουν την πολιτισμική βάση του έργου του. Το 1967 στο Λουντ της Σουηδίας κάνει το πρώτο ¨περιβάλλον¨ του, ενώ μεγάλα μνημειακά σύνολα του, καθώς και τοιχογραφίες και ανάγλυφα, είχαν παρουσιαστεί σε δημόσιους χώρους σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Έργα του είχαν εκτεθεί σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε Γαλλία, Σουηδία, Γερμανία, Γιουγκοσλαβία, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Κορέα, Φορμόζα, Δανία, Πολωνία, Λιχτενστάιν, Βέλγιο, Μαρόκο, Ελλάδα, κ.ά., ενώ του είχε απονεμηθεί ο γαλλικός τίτλος του Ιππότη του Τάγματος Τεχνών και Γραμμάτων.
Οι αναζητήσεις του κινούνταν σε διάφορες κατευθύνσεις και οι πειραματισμοί του χαρακτηρίζονταν από την τόλμη των διατυπώσεών του. Από το 1972 είχε εγκαταστήσει στην εργασία του, με τρόπο ιδιαίτερα εκρηκτικό για την εποχή του, τα προβλήματα της επικοινωνίας και της δυσχέρειας ανάγνωσης των τυποποιημένων κωδίκων κοινωνικής συμπεριφοράς, που απαγορεύουν αντίστοιχα, την πρόσβαση στην κοινωνική λειτουργία. Ο κόσμος των ιερογλυφικών, το φοινικικό και το ελληνικό αλφάβητο, αλλά και το ιαπωνικό και το λατινικό διαμορφώνουν την προσωπική εκφραστική του γλώσσα. Από το 1980 και έπειτα στα έργα του πολλαπλασιάζεται η χρησιμοποίηση κάθε είδους σημείων και κωδίκων που εμπλουτίζουν το μορφοπλαστικό του λεξιλόγιο, ενώ δίνει καθοριστικό ρόλο στη δύναμη υποβολής του χρώματος.
Σημαντικές αναφορές του έργου του αποτελούν το θέαμα ¨Έκ-στασις¨, με ηλεκτροκινητικά γλυπτά, μουσική J. Bruzdowicz και συμμετοχή των μίμων Jaroszewics - Marceau (Παρίσι, 1969), αλλά και ¨Οι κώνοι που έβγαζαν καπνούς¨ στο δημόσιο χώρο μπροστά στη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου (1972) και την ίδια περίπου εποχή, στο Ινστιτούτο Γκαίτε της Αθήνας.
Οι έρευνες του Ξενάκη ήταν γνωστές τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, μέσα από ατομικές εκθέσεις και από σημαντική βιβλιογραφία. Στα περί τα 100 έργα του περιλαμβάνονται έργα ζωγραφικής (ακρυλικά σε μουσαμά και γκουάς σε χαρτί), καθώς και διάφορα ¨αντικείμενα¨ (objets) και ¨βιβλία – αντικείμενα¨ (livres - objets). Επίσης, η εγκατάσταση - περιβάλλον ¨Το βιβλίο της ζωής. Κεφάλαιο β΄, ο Μέγας Αλέξανδρος και εγώ¨ (1997), που ανήκει στη συλλογή του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και πρόκειται για μια εγκατάσταση με πηγή έμπνευσης το ¨Βιβλίο των Νεκρών της Αιγύπτου¨ και έχει ως θέμα το Μέγα Αλέξανδρο και τη δυναστεία των Πτολεμαίων.

Ν.ΝΙΚΗΤΑΡΙΔΗΣ



Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020




Ο ¨ΜΟΥΣΤΑΦΑΣ¨


          Στα 1957 στο αλεξανδρινό κέντρο ¨Santa Lucia¨ του Παναγιώτη Σούλου οι θαμώνες διασκέδαζαν με την ορχήστρα του Παναγιώτη Βεκρή και έδιναν τις παραγγελιές τους στον τραγουδιστή Γρηγόρη Τρεχαντζάκη. Όπως καταγράφει ο ανιψιός του Γρηγόρη, αείμνηστος Μπάμπης Τρεχαντζάκης, μεταξύ των θαμώνων ήταν και ένας πλούσιος Αιγύπτιος, ο Μουσταφά, ο οποίος συνήθιζε να κάθεται στο μπαρ πίνοντας το ουίσκι του με σόδα και μοιράζοντας γερά πουρμπουάρ. Για να τον ευχαριστήσει λοιπόν, ένα γκαρσόνι ονόματι Παναγιώτης σκάρωσε το γνωστό ρεφρέν ¨Για Μουσταφά, για Μουσταφά, ανά μπαχέμπακ για Μουσταφά¨ και του το τραγουδούσε με τα φιλοδωρήματα να αυξάνονται… Έτσι, ο Βεκρής και ο πιανίστας A. Ricanatti πρόσθεσαν κι άλλα λόγια στο τραγούδι, καθώς και μουσική, κάνοντας το κάτι σαν ύμνο της ¨Santa Lucia¨ που σιγά-σιγά εξαπλώθηκε σ΄ όλη την Αλεξάνδρεια. Φευ όμως, δεν σκέφτηκαν να το κατοχυρώσουν, κι έτσι ο πολύς τότε Μπομπ Αζάμ, παράφρασε λίγο το αρχικό ρεφρέν, πρόσθεσε δύο κουπλέ στα γαλλικά και έγινε εκατομμυριούχος. Στη Γενεύη, για παράδειγμα, οι Ελβετοί το σφύριζαν στους δρόμους και το δισκάκι πόζαρε στις σχετικές βιτρίνες, ενώ η αριστοκρατία της πόλης έσπευδε στο ¨Μαξίμ¨ για να το ακούσει από τον ίδιο τον Αζάμ.
          Έλα όμως που όλα είναι δανεικά… Έτσι, στα 1960 οι αιγυπτιακές εφημερίδες γέμισαν από την ¨κόντρα¨ του Αζάμ με τον μουσουργό Καχλάουη που διατεινόταν πως εκείνος είχε μελοποιήσει το τραγούδι με τίτλο ¨Φάντλακ για σάγιγκ ελ ματάρ¨. Παράλληλα, το γκαρσόνι της ¨Santa Lucia¨, άλλαξε λίγο την ιστορία του, δηλώνοντας πως εκείνος ήταν ο συνθέτης, αφού ερωτευμένος γαρ με μία Ελληνίδα από το Αταρίν, όταν εκείνη τον εγκατέλειψε για κάποιον Μουσταφά, εκείνος για να την εκδικηθεί έγραψε τα γνωστά λόγια που προσάρμοσε σε ένα αιγυπτιακό λαϊκό τραγούδι.
          Σιγά-σιγά οι εκδοχές πολλαπλασιάζονταν και ούτε η δικαιοσύνη μπορούσε να βρει την άκρη… Έτσι, ένας κιθαριστής ονόματι Λεονάρντο το έγραψε λέει για έναν γλεντζέ Αιγύπτιο με το παρατσούκλι…¨Παπαδόπουλος¨… και όταν έκλεινε το μαγαζί μπαίνανε στην άμαξα και το τραγουδούσαν ως το Αταρίν… Από την άλλη, επειδή τα χρήματα των ποσοστών για τα εκατομμύρια των δίσκων που πουλούσε παγκοσμίως ο ¨Μουσταφάς¨ ήταν πολλά, αναμίχθηκε και η πολιτική, με τους ηγέτες του επαναστατικού κινήματος της Αλγερίας να διατείνονται πως η μουσική του δεν είναι άλλη από εκείνη του ύμνου του κινήματος… Τέλος, κατά μία άλλη εκδοχή το τραγούδι συνέθεσε δημοσιογράφος στο Κάιρο υπό τον τίτλο ¨Για Μουστάφα¨…

Υπήρχε όμως και μια άλλη εκδοχή, μάλλον η επικρατέστερη : Ένας τραγουδοποιός εργαζόμενος στο Καζίνο ¨Μόντε Κάρλο¨ ονόματι Μωχάμεντ Φάουζυ στα 1940 γνώρισε μια ξένη – τη Χίλντα – τραγουδίστρια που του ζήτησε να συνθέσει ένα γαλλο-αραβικό τραγούδι. Ο Χαλίλ ελ Νάσρι, ένας Αλεξανδρινός μουσικός, αφού άκουσε τη μουσική άρχισε να σιγοτραγουδά ¨Για Μουσταφά, για Μουσταφά, ανά μπαχέμπακ για Μουσταφά¨, κι έπειτα ζήτησε από τον Μωχάμεντ Φάουζυ να περιμένει να έρθει ο αδελφός του, ερασιτέχνης ποιητής, να γράψει τους στίχους. Η Χίλντα παρουσίασε το τραγούδι σ΄ όλα τα καμπαρέ που εργάστηκε στην Αλεξάνδρεια. Τα χρόνια πέρασαν και ο Φάουζυ δεν θυμήθηκε τον σκοπό αυτόν παρά κατά τη δεξίωση που έδωσε στο σπίτι του για τη Δαλιδά το 1959. Εκείνη του ζήτησε να συνθέσει ένα γαλλο-αραβικό τραγούδι με συνοδεία ορχήστρας. Κι έτσι ο Φάουζυ άρχισε να της τραγουδά τον σκοπό που είχε συνθέσει πριν 20 χρόνια. Μα έπειτα ο Μπομπ Αζάμ που βρισκόταν στο Κάιρο άκουσε το σκοπό αυτό και τον έμαθε. Έφυγε για το εξωτερικό και ηχογράφησε το τραγούδι. Κι ο Φάουζυ όμως τον γύρισε σε δίσκους με τραγουδιστή τον Μπρούνο, αδελφό της διάσημης Δαλιδά.
          Όπως και να ΄χει η ιστορία σήμερα γράφει τα εξής : Το τραγούδι ¨Ya Mustafa¨ είναι ένα πολύ γνωστό πολύγλωσσο τραγούδι μεσανατολικής καταγωγής, το οποίο συνέθεσε ο διάσημος Αιγύπτιος μουσικός Mohammed Fawzi και έχει ηχογραφηθεί σε πολλές διαφορετικές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των παρωδιών. Το τραγούδι έγινε για πρώτη φορά δημοφιλές στην Ευρώπη με τη βοήθεια του Αιγύπτου τραγουδιστή Bob Azzam , ο οποίος το κυκλοφόρησε το 1960 στη Γαλλία.
          Ας σημειωθεί πως είχε και στα ελληνικά επιτυχία ο ¨Μουσταφάς¨, σε στίχους άλλοτε του Κ. Βίρβου και άλλοτε του Αιγυπτιώτη Αντ. Πλωμαρίτη.

Πηγές : ¨Παναιγύπτια¨, αρ. 108, 11-12/2002, σ. 46 – ¨Ταχυδρόμος¨, Αλεξάνδρεια 28/3/1960, 15/5/1960, 22/5/1960, 29/5/1960, 4/6/1960, 25/6/1960, 8/7/1960, 4/8/1960, 16/10/1960 – www.wikipedia.org (2/6/2020)

Ν.ΝΙΚΗΤΑΡΙΔΗΣ