Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020


ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ ΣΤΗ ΜΕΧΑΛΛΑ ΤΟΥ 1914

Η Μεχάλλα Κιμπίρ σε χαρακτικό του 1899

Βρισκόμαστε στο 1914 στη Μεχάλλα Κεμπίρ, ένα μικρό τότε χωριό στο Δέλτα του Νείλου που πολύ ομοίαζε με τα χωριά της παλιάς ελληνικής υπαίθρου.
Τέσσερις Έλληνες ιατροί, μεταξύ των οποίων οι Ξενιός και Γεράρδος, τέσσερις φαρμακοποιοί, πάρα πολλοί παντοπώλες όπως οι Πασσαδέλης, Μουτζουρόπουλος και Νέος, αρτοπώλες, κουρείς, υποδηματοποιοί, ο ράφτης Κώστας Μάρταλης, υδραυλικοί, ιερέας, διδάσκαλος, ψάλτης και πέριξ όλων αυτών, όπως αναφέρει ο Άγγελος Βασιλόπουλος, ως έμψυχο πλαίσιο η πλειάς των περί το εμπόριο του βάμβακος ασχολούμενων ομογενών, από το διευθυντή της τράπεζας ως το μαρκαδόρο των διαφόρων ποικιλιών. Και υπήρχαν τότε τέσσερις βαμβακομηχανές, τέσσερις τράπεζες με διευθυντές και υπαλλήλους Έλληνες και πλείστα όσα ελληνικά γραφεία και καταστήματα : Ιωάννης Κυπριάδης, Ιωάννης Μαραγκός, Ιωάννης Νέος, κ.ά. Στα τρία τότε ελληνικά δημόσια κέντρα – Σταυρινού, Μάμμα και Φιλικού – συναθροίζονταν οι Αιγυπτιώτες για να συζητήσουν τις υποθέσεις τους, αλλά και για να αλληλοπειραχθούν ελληνο-αραβιστί όταν πλέον ερχόταν ο κάματος των επαγγελματικών συζητήσεων.
Κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ήταν αδύνατον οι μικροϋπάλληλοι να πάνε στην Αλεξάνδρεια και να γιορτάσουν με τις οικογένειες τους, αφού συνέπιπταν με την εντονότερη περίοδο της εμπορικής δραστηριότητας του βάμβακος. Έτσι, η αποστολή στην οικογένεια ενός ρούμι ήταν καθήκον, αλλά και εορταστική απόφαση.
Στο κέντρο του χωριού, όπου βρίσκονταν και τα περισσότερα ελληνικά καταστήματα, η εορταστική ατμόσφαιρα ήταν πρωτοφανής. Προθήκες πλήρεις δώρων, άπλετος φωτισμός και ελληνοαιγυπτιακός σημαιοστολισμός. Οι μεγάλοι χαβάγκες κατέρχονταν στην Αλεξάνδρεια και οι υπαλληλίσκοι, όπως είπαμε, έμεναν πίσω για να σταματήσουν την εργασία μονάχα τη μέρα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, οπότε είτε πήγαιναν σε φιλικά ελληνικά σπίτια, είτε έτρωγαν στο οινομαγειρείο του μουσοτραφούς Τάσου Σεντιγιάννη. Ένας μυστακοφόρος μεγάλων σωματικών διαστάσεων Ρωμιός ταβερνιάρης, πρόθυμος για οποιαδήποτε υποχώρηση, αρκεί η παρέα να ερχόταν στο κέφι και να άρχιζε το τραγούδι. Άγγελος τενόρος, Διονύσιος Σταυρινός σεκόντο, Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης βαρύτονος και Γεώργιος Λιγερής μπάσος.
Και ήταν αυτή η παρέα που είχε αρχίσει το γλέντι την παραμονή των Χριστουγέννων του 1914, με τη βροχή να είχε μεταβάλει τους δρόμους της Μεχάλλας σε αβαθή λασπωμένα ρυάκια. Το κέφι άναψε, τραγούδια, καλαματιανά, κτλ., με τους θαμώνες άλλων φυλών να θαυμάζουν την ελληνική διασκέδαση χωρίς να ενοχλούν. Κι αφού έφαγαν και ήπιαν, αποφάσισαν να συνεχίσουν τη διασκέδαση αλλού. Αλλά που ; Απλούστατα σε συνοικία έξω από το χωριό όπου οι ελληνοαιγυπτιακές επαφές συγχωρούνταν λόγω εορτών και ζωϊκής ανάγκης… Κλείνει ο Τάσος το μαγαζί και ένας πρόθυμος αρμπάγκης με το ζεύγος των αλόγων του προσπαθεί να τους μεταφέρει : Από τη μία ο μαγαζάτορας των 120 κιλών, κι από την άλλη η νεολαία…
Έξω σκοτάδι βαθύ, αφού το χωριό δεν είχε την κατοπινή πολυτέλεια των λαμπτήρων, κι η σελήνη ήταν συννεφιασμένη. Εναλλαγές λάκκων και χαντακιών τρεμόπαιζαν την άμαξα, αλλά το ποτό είχε κάνει τη δουλειά του. Μέχρι που σ΄ ένα ύψωμα συνέβη το μοιραίο και η άμαξα ανατράπηκε. Και νάσου ο βαρύγδουπος Τάσος κάτω απ΄ αυτήν μέσα στη μεχαλλιώτικη λάσπη και τα νερά φωνάζοντας ¨σώστε με¨. Αλλά πως, αφού πάνω του βρίσκονταν οι δύο άλλοι σε πιωμένη αφασία, ο δε τενόρος που είχε εκτιναχθεί δύο μέτρα μακρύτερα φώναζε ¨σήκω Τάσο¨…
Λίγες βρισιές, πολλά γέλια και αρκετή λάσπη κατέστησαν τη μεταμεσονύχτια ευτράπελη περιπέτεια της Μεχάλλας του 1914 αλησμόνητη.
Άλλες εποχές, άλλοι τόποι, άλλες παραστάσεις, άλλη ζωή… Τότε που το ¨μη με λησμόνει¨ δεν ήταν ακόμη λουλούδι, αλλά γλεντιού βραδιά…

Ν.ΝΙΚΗΤΑΡΙΔΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου